πόνηρ'

πόνηρ'
πόνηρα , πονηρός
oppressed by toils
neut nom/voc/acc pl
πόνηρε , πονηρός
oppressed by toils
masc voc sg
πόνηραι , πονηρός
oppressed by toils
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πονήρ' — πονήρᾱͅ , πονηρός oppressed by toils fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρούλικον — μωρούλικον, τὸ (Μ) μικρό μωρό, μωράκι, βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρόν + υποκορ. κατάλ. ούλικον, ουδ. τού ούλικος (πρβλ. ομορφ ούλικο, πονηρ ούλικο)] …   Dictionary of Greek

  • προστυχάδα — η, Ν η προστυχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + κατάλ. άδα (Ι) (πρβλ. πονηρ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • σουρτούκης — ο, θηλ. σουρτούκα και σουρτούκω, Ν 1. αυτός που δεν τού αρέσει να μένει στο σπίτι του αλλά να γυρίζει άσκοπα στους δρόμους 2. αλήτης 3. το θηλ. ανοικοκύρευτη, ακατάσταση γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. surtuk. To θηλ. σουρτούκω < σουρτούκης κατά …   Dictionary of Greek

  • τσουράπω — η, Ν μτφ. κακοφτειαγμένη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουράπι + κατάλ. ω (πρβλ. πονήρ ω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”